07 Nov Υπογονιμότητα και Διαβήτης
Πώς σχετίζεται ο Διαβήτης με την Υπογονιμότητα
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί ένα πρόβλημα υγείας, που εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο στην εποχή μας. Στην Ελλάδα, τα άτομα με διαβήτη υπολογίζονται σε 850 με 900 χιλιάδες. Σε αυτήν τη νόσο, αυξάνονται τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Μελέτες δείχνουν ότι το αυξημένο σάκχαρο εγκυμονεί τον κίνδυνο επιπλοκών, που παρεμποδίζουν τη γονιμότητα.
Η αύξηση της μάζας του λίπους και μάλιστα του κοιλιακού επιδρά αρνητικά στη βιοσύνθεση των ορμονών του φύλου, που είναι τα ανδρογόνα. Έτσι, δημιουργείται περίσσεια γυναικείων ορμονών, τα οποία είναι τα οιστρογόνα. Η κοιλιακή παχυσαρκία, που παρατηρείται σε μεγάλο ποσοστό ανδρών και γυναικών με διαβήτη τύπου 2, έχει συσχετιστεί με προβλήματα υπογονιμότητας.
Γι’ αυτό το λόγο, ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία από τις παθήσεις που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την αναπαραγωγική λειτουργία, αλλά με διαφορετικούς μηχανισμούς σε άνδρες και γυναίκες.
Στις γυναίκες
Στις γυναίκες, που πάσχουν από διαβήτη, παρατηρούνται ορμονικές διαταραχές, που δεν αφορούν μόνο το μεταβολισμό. Επηρεάζονται όλοι οι ενδοκρινείς αδένες και απορρυθμίζεται η ορμονική ισορροπία και ομοιόσταση.
Η αύξηση των ανδρογόνων στο αίμα, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και η αντίσταση στην ινσουλίνη αποτελούν αιτιολογικούς παράγοντες υπογονιμότητας. Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών αποτελεί το πιο γνωστό αίτιο υπερανδρογοναιμίας και διαταραχών της ωορρηξίας στις γυναίκες. Πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν ότι το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι συχνά απόρροια της αντίστασης στην ινσουλίνη. Οι ωοθήκες διαθέτουν υποδοχείς για την ινσουλίνη και για τον αυξητικό της παράγοντα (IGF-1). Η ινσουλίνη αυξάνει τη δράση της ορμόνης LH στην ωοθήκη και ταυτόχρονα διεγείρεται η έκκριση της LH από την υπόφυση. Όταν είναι υψηλά τα επίπεδα της LH, παράγονται από τα κύτταρα της ωοθήκης αυξημένα επίπεδα ανδρογόνων, με αποτέλεσμα να προκαλείται υπερανδρογοναιμία. Το γεγονός αυτό, όμως, επιφέρει δυσάρεστες συνέπειες στη λειτουργία των ωοθηκών, την ωορρηξία και κατ’ επέκταση τη γονιμότητα.
Σύνδρομο Αντίστασης στην Ινσουλίνη και Υπογονιμότητα
Το κυριότερο πρόβλημα, που προκαλεί το σύνδρομο αντίστασης στην ινσουλίνη, είναι ότι επιδρά στη φυσιολογική ωορρηξία μίας γυναίκας, καθώς είναι σαφές πως η ινσουλίνη αποτελεί μια ορμόνη, η οποία παρεμβαίνει στη διαδικασία της φυσιολογικής ορμονικής έκκρισης της ωοθήκης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επηρεάζεται η δράση των FSH, LH, ορμόνες, οι οποίες συμβάλλουν στην ανάπτυξη και ωρίμανση του ωοθυλακίου. Ακολούθως, η ινσουλίνη επηρεάζει και τα επίπεδα της προγεστερόνης, ορμόνη η οποία είναι ζωτικής σημασίας, γιατί μέσω αυτής επιτυγχάνεται η σωστή ωρίμανση του ενδομητρίου και κατ΄ επέκταση επιτυγχάνεται εγκυμοσύνη.
Αυτή η ανισορροπία των ορμονών, που συντελούν στη φυσιολογική διαδικασία ανάπτυξης και ωρίμανσης του ωοθυλακίου, στην ωορρηξία και τη σωστή ανάπτυξη του ενδομητρίου, και προκύπτει από την αντίσταση στην ινσουλίνη, αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα υπογονιμότητας. Η αντίσταση στην ινσουλίνη, παράλληλα, ενδέχεται να οδηγήσει σε υπερινσουλιναιμία.
Η υπερινσουλιναιμία, όμως, προκαλεί κι άλλες επιπτώσεις, διότι αυξάνονται τα επίπεδα των λειτουργικών ανδρογόνων στον ανθρώπινο οργανισμό. Τα λειτουργικά ανδρογόνα επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων και παρεμποδίζουν την ωορρηξία. Οι γυναίκες, που έχουν διαβήτη τύπου 1, εμφανίζουν πολύ συχνά διαταραχές στην έμμηνο ρύση, πρώιμη εμμηνόπαυση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ικανότητα σύλληψης. Ταυτόχρονα, και οι γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 παρουσιάζουν αστάθειες περιόδου. Κάποιες έχουν ολιγομηνόρροια και σε κάποιες άλλες παρατηρείται αμηνόρροια. Μελέτες, μάλιστα, έχουν δείξει ότι παρατηρούνται συχνότερα διαταραχές της ωορρηξίας σε γυναίκες με διαβήτη τύπου 1 ή 2, εν αντιθέσει με γυναίκες, που δεν πάσχουν από διαβήτη. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι ο διαβήτης τύπου 1 ή 2 μειώνει την αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών, εφόσον δυσχεραίνει την ωορρηξία.
Στους άνδρες
Στους άνδρες, τα προβλήματα υπογονιμότητας σχετίζονται με τις επιπλοκές που προκύπτουν από τα ανεξέλεγκτα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα ή από το χρόνιο διαβήτη. Οι επιπλοκές αυτές απορρέουν κυρίως από την περιφερειακή νευροπάθεια και αγγειοπάθεια, που προκαλείται από το υψηλό σάκχαρο. Όλοι αυτοί οι παράγοντες επιφέρουν βλάβες στα νεύρα και στα αγγεία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παλίνδρομη εκσπερμάτιση και τη στυτική δυσλειτουργία. Αυτό σημαίνει ότι ο άνδρας αδυνατεί να επιτύχει ή να διατηρήσει τη στύση του. Αυτονόητα, λοιπόν, διαταράσσεται η αναπαραγωγική λειτουργία.
Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί πολλές φορές να δημιουργήσει προβλήματα στις νευρικές απολήξεις του πέους. Με αυτόν τον τρόπο, ενδέχεται να προκληθεί καθυστερημένη εκσπερμάτιση, κατάσταση κατά την οποία ο άνδρας δυσκολεύεται ή αδυνατεί να φτάσει στον οργασμό και την εκσπερμάτιση.
Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, το οξειδωτικό stress είναι υπερβολικά αυξημένο, γεγονός που μπορεί να εξασθενήσει τη λειτουργία των όρχεων και να παρεμποδίσει την εύρυθμη σπερματογένεση. Πράγματι, παρατηρούνται από τους ασθενείς εμφανείς και ορατές μεταβολές στον ιστό των όρχεων καθώς και ορμονικές διαταραχές.
Ειδικά οι παχύσαρκοι άνδρες με σακχαρώδη διαβήτη μπορεί να εμφανίσουν διαταραχές στη λειτουργία των όρχεων και διάφορα προβλήματα, που παρεμποδίζουν τη μεταφορά του σπέρματος, με συνέπεια τον υπογοναδισμό. Οι άνδρες με υπογοναδισμό χαρακτηρίζονται από ανεπαρκή παραγωγή τεστοστερόνης και μπορεί να παρουσιάζουν περιορισμένο αριθμό παραγόμενων σπερματοζωαρίων. Με βάση, μάλιστα, νεότερες μελέτες έχουν εντοπιστεί αλλοιώσεις στο DNA των σπερματοζωαρίων των διαβητικών ανδρών, καθιστώντας έτσι δύσκολη, έως αδύνατη, την επίτευξη γονιμοποίησης.
Συμπέρασμα
Στους ασθενείς, που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, συνιστάται καθοδήγηση για τον έλεγχο των επιπέδων του σακχάρου και η υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών, βασισμένων σε τρόφιμα, που έχουν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη και είναι πλούσια σε πολύτιμα αντιοξειδωτικά συστατικά. Η αποφυγή του καπνίσματος, του αλκοόλ και των φαρμάκων, που επιδεινώνουν τη στυτική δυσλειτουργία και η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορούν να δώσουν λύση στο πρόβλημα της υπογονιμότητας σε μεγάλο αριθμό ανδρών με σακχαρώδη διαβήτη.
Στις μέρες μας, μέσω της σωστής ρύθμισης του διαβήτη, το ποσοστό της υπογονιμότητας έχει περιοριστεί σημαντικά κι έτσι οι γυναίκες, που έχουν διαβήτη, μπορούν να επιτύχουν κύηση.
Εν κατακλείδι, τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος όσον αφορά την κατανόηση και τη θεραπεία των καταστάσεων που προκαλούν μειωμένη γονιμότητα κι έχει γίνει αποδεκτή η σχέση της υπογονιμότητας με το διαβήτη. Με τη συνεργασία των διαφόρων ειδικοτήτων και με την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης είναι δυνατόν τα άτομα αυτά να διαγνωστούν έγκαιρα και να τους δοθεί στοχευμένη θεραπευτική αγωγή, χωρίς η διάγνωση του διαβήτη να αποτελεί τροχοπέδη στην επιθυμία τεκνοποίησης.
Να είστε καλά
Έφη Σαλάτα, MSc.
Μοριακή Βιολόγος